- οιωνιστήριον
- οἰωνιστήριον, τὸ (Α)1. τόπος όπου άκουγαν τις κραυγές και παρακολουθούσαν το πέταγμα τών πουλιών για να προβλέψουν τα μελλούμενα («ἦν δὲ Ῥωμύλῳ μὲν οἰωνιστήριον τὸ Παλλάντιον», Δίον. Αλ.)2. προφητικό σημάδι, προμήνυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνίζομαι + επίθημα –τήριον (πρβλ. σωφρονισ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.